-
1 κολυμβάω
A dive, plunge headlong,εἰς τὸν Τάρταρον Pherecr.108.21
;εἰς τὰ φρέατα Pl.Prt. 350a
, cf. La. 193c, Str.17.1.44, etc.;εἰς κολυμβήθραν μύρου Alex.300
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβάω
См. также в других словарях:
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek